αεροδροσίζομαι

From LSJ

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source

Greek Monolingual

δροσίζομαι στον αέρα ή με αέρα, αερίζομαι.