αεροπλάνητος

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που πλανιέται στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + πλανητός < πλανώμαι].