αεροτρύπανο

From LSJ

νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)

Source

Greek Monolingual

το τεχνολ.
κοπτικό εργαλείο που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα και χρησιμοποιείται στις μεταλλουργικές εργασίες για την εξόρυξη σκληρών πετρωμάτων και μεταλλευμάτων, καθώς και για το τρύπημα βράχων, μπετόν και άλλων σκληρών διαστρώσεων.