αεροφόρος

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που περιέχει αέρα
2. αυτός μέσα από τον οποίο διοχετεύεται αέρας·
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + -φόρος < φέρω.