αερόμορφος

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει τη μορφή ή τις ιδιότητες του αέρα, ο αεροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + μορφή.