αζηλία
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
η (Α ἀζηλία) ἄζηλος
νεοελλ.
έλλειψη ζήλου, κλίσεως σε κάτι
αρχ.
1. η έλλειψη ζήλειας ή φθόνου
2. (για ύφος) έλλειψη επιτηδεύσεως, απλότητα.