αθανής

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθᾰνής Medium diacritics: ἀθανής Low diacritics: αθανής Capitals: ΑΘΑΝΗΣ
Transliteration A: athanḗs Transliteration B: athanēs Transliteration C: athanis Beta Code: a)qanh/s

English (LSJ)

αθανές, undying, immortal, ψυχή Max.Tyr.16.2.

Spanish (DGE)

-ές
inmortal ψυχή Max.Tyr.10.2, ἀθανῆ καὶ θνητόν Rom.Mel.28.λγʹ.2.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθᾰνής: -ές, = ὁ μὴ ἀποθνήσκων, ψυχή, Μάξ. Τύρ. 28. 2.

Greek Monolingual

ἀθανής, -ές (Μ)
ο αθάνατος
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -θανής < θ. θαν- του ἔθανον < θνήσκω.