αθεΐα

From LSJ

σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source

Greek Monolingual

ἀθεΐα, η (Α) ἄθεος
άρνηση υπάρξεως θεού, έλλειψη πίστης, αθεϊσμός
αρχ.
παραμέληση τών θεών της πολιτείας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄθεος.
ΠΑΡ. αθεΐζω].