αθλοθέτης

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79

Greek Monolingual

ο (Α ἀθλοθέτης)
νεοελλ.
αυτός που καθιερώνει ή διαθέτει βραβεία, έπαθλα για αγωνίσματα
αρχ.
αυτός που απονέμει τα βραβεία, κριτής αγώνων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἆθλον + -θέτης < τίθημι.
ΠΑΡ. αθλοθεσία, αθλοθετώ].