αιγιβότης

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

Greek Monolingual

αἰγιβότης, ο (Α)
1. αυτός που εκτρέφει κατσίκες
2. ο αιγίβοτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰγι- (< αἴξ) + -βότης < βόσκω.