αιμοβόρικος

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

και μοβόρικος, -η και -ια, -ο αιμοβόρος
αιμοβόρος, σκληρός, εκδικητικός.