αιμορραγιογόνος
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
Greek Monolingual
-ο
αυτός που προκαλεί αιμορραγία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιμορραγία + -γόνος < γίγνομαι.