Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
-η, -ο1. ο αιμοφιλικός·[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < hemophilus, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αίμα + φίλος].