αιμόφιλος

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο αιμοφιλικός·
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < hemophilus, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αίμα + φίλος].