αιρεσιαρχικός

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

-ή, -ό αιρεσιάρχης
1. αυτός που αναφέρεται στον αιρεσιάρχη ή στην αιρεσιαρχία
2. αυτός που τείνει στη δημιουργία αιρέσεως, νεωτεριστικός, επαναστατικός.