αιρεσιαρχικός

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-ή, -ό αιρεσιάρχης
1. αυτός που αναφέρεται στον αιρεσιάρχη ή στην αιρεσιαρχία
2. αυτός που τείνει στη δημιουργία αιρέσεως, νεωτεριστικός, επαναστατικός.