ακέντητος

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκέντητος, -ον) κεντητός
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει δεχθεί κέντημα, κέντρισμα
2. όποιος δεν είναι στολισμένος με κεντήματα
«ακέντητο μαντήλι»
3. μτφ. εκείνος που δεν έχει ή δεν μπορεί να κεντηθεί, να πειραχτεί
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ανάγκη να τον κεντρίσουν (Πίνδ., Ολ. 1, 33)
2. ο άθραυστος (αποδίδεται σε κρύσταλλο).