ακανθομαστίχη

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

Greek Monolingual

η
η γόμμα του φυτού Atractylis gummifera (αγριομαστιχιά, μαστίχα του βουνού, αγκαθομάστιχο).