ακανθυλλίς

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

ἀκανθυλλὶς (-ίδος), η (Α)
1. η καρδερίνα
2. ο ασφάραγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ υποκοριστ. της λ. ακανθίς].