ακανθόκλαδος

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

-η, -ον
εκείνος που έχει κλαδιά με αγκάθια.