ακαπήλευτος

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαπήλευτος, -ον) καπηλεύω
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης, που δεν τον έχουν καπηλευθεί ανέντιμα
αρχ.-μσν.
1. απαλλαγμένος από αισχροκέρδεια
2. αυτός που δεν καπηλεύεται κάτι, ειλικρινής, άδολος «ἀκαπήλευτον ἦθος» (Συνέσιος), «ἀκαπήλευτον, ἄδολον... ἀρᾳδιούργητον» (Φώτιος)
ἀκαπηλεύτως επίρρ. αφιλοκερδώς (Μ. Βασίλειος).