αισχροκέρδεια

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

η (Α αἰσχροκέρδεια) αἰσχροκερδής
νεοελλ.
1. αθέμιτη κερδοσκοπία
2. (νομ.) η πραγματοποίηση υπερβολικού, παράνομου κέρδους με νοθεία, απάτη ή πώληση του εμπορεύματος σε υψηλότερες τιμές από αυτές που καθορίζει η αγορανομία
αρχ.
1. αισχρό, αθέμιτο κέρδος
2. υπερβολική, αισχρή επιθυμία κέρδους, φαύλη πλεονεξία.