αισχροκέρδεια

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

η (Α αἰσχροκέρδεια) αἰσχροκερδής
νεοελλ.
1. αθέμιτη κερδοσκοπία
2. (νομ.) η πραγματοποίηση υπερβολικού, παράνομου κέρδους με νοθεία, απάτη ή πώληση του εμπορεύματος σε υψηλότερες τιμές από αυτές που καθορίζει η αγορανομία
αρχ.
1. αισχρό, αθέμιτο κέρδος
2. υπερβολική, αισχρή επιθυμία κέρδους, φαύλη πλεονεξία.