ακοινολόγητος

Greek Monolingual

-η, -ο κοινολογώ
1. αυτός που δεν έχει κοινολογηθεί, που δεν έχει γίνει γνωστός στους πολλούς, ακοινοποίητος, αμάθευτος
2. αυτός που δεν πρέπει να κοινολογηθεί, απόρρητος, μυστικός.