αμάθευτος

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

Greek Monolingual

-η, -ο μαθεύω
1. αυτός που δεν μαθεύτηκε, δεν έγινε γνωστός σε άλλους, ο ακοινολόγητος
2. που δεν είναι δυνατό να γίνει γνωστός, να διευκρινιστεί.