τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
-η, -ο (παθ. μτχ. του ακούω)1. διάσημος, ξακουστός2. (με μειωτική σημ.) αυτός για τον οποίο έχουν ακουστεί πολλά, που έχει δυσφημιστεί, ο ανυπόληπτος.