ακούνητος
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
-η, -ο κουνώ
αυτός που δεν κουνιέται, δεν κουνήθηκε ή δεν μπορεί να κουνηθεί.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
-η, -ο κουνώ
αυτός που δεν κουνιέται, δεν κουνήθηκε ή δεν μπορεί να κουνηθεί.