ακριτοεπής
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
-ές (Μ ἀκριτοεπής)
ο ακριτόμυθος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκριτος + -επής < ἔπος
ΠΑΡ. (νοελλ.) ακριτοέπεια].