ακριτολόγος

Greek Monolingual

-ο
αυτός που μιλά χωρίς περίσκεψη, ανόητος, ασύνετος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκριτος + -λογος < λέγω
ΠΑΡ. ακριτολογία, ακριτολογώ].