ακροκέραια
Greek Monolingual
τα (Α ἀκροκέραια) (Ν και ακροκέραιο, το, Μ και ἀκρόκερα, τα)
τα άκρα της κεραίας τών πλοίων
νεοελλ.
το καθένα από τα δύο άκρα της σταυρωτής κεραίας που αρχίζει από το τραχήλωμα τών ολκών και είναι λεπτότερο από την άλλη κεραία (κν. πινό).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο (Ι) + κεραία < κέρας.
ΠΑΡ. μσν. ἀκροκέραιος].