σταυρωτής

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478

German (Pape)

[Seite 930] ὁ, der Pfähle oder Pallisaden einschlägt, – der Kreuzigende, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

σταυρωτής: -οῦ, ὁ, ὁ σταυρώνων, Εὐστ. Πονημάτ. 162. 11.

Greek Monolingual

ο, Ν σταυρῶ, -ώνω
1. αυτός που σταυρώνει, που προσηλώνει κάποιον σε σταυρό
2. μτφ. α) βασανιστής, υπερβολικά ενοχλητικός
β) (ιδίως στον πληθ.) οι σταυρωτήδες
παλαιά χλευαστική προσωνυμία για τους χωροφύλακες («τον έπιασαν οι σταυρωτήδες και τον κατέβασαν στην πόλη»).