σταυρωτής
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
German (Pape)
[Seite 930] ὁ, der Pfähle oder Pallisaden einschlägt, – der Kreuzigende, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
σταυρωτής: -οῦ, ὁ, ὁ σταυρώνων, Εὐστ. Πονημάτ. 162. 11.
Greek Monolingual
ο, Ν σταυρῶ, -ώνω
1. αυτός που σταυρώνει, που προσηλώνει κάποιον σε σταυρό
2. μτφ. α) βασανιστής, υπερβολικά ενοχλητικός
β) (ιδίως στον πληθ.) οι σταυρωτήδες
παλαιά χλευαστική προσωνυμία για τους χωροφύλακες («τον έπιασαν οι σταυρωτήδες και τον κατέβασαν στην πόλη»).