ακρολυτώ

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

Greek Monolingual

ἀκρολυτῶ (-έω) (Α)
λύνω τα άκρα της ζώνης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρόλυτος < ἀκρο- (Ι) + λυτός < λύω].