στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
ἀκρολυτῶ (-έω) (Α)λύνω τα άκρα της ζώνης.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρόλυτος < ἀκρο- (Ι) + λυτός < λύω].