ακρολυτώ

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

ἀκρολυτῶ (-έω) (Α)
λύνω τα άκρα της ζώνης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρόλυτος < ἀκρο- (Ι) + λυτός < λύω].