ακρωμία

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

ἀκρωμία, η (Α)
1. το ακραίο τμήμα του ώμου, το ακρώμιον
2. (για άλογα) ωμοπλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρ(ο)- (Ι) + -ωμία < ὦμος.