ακρόζυμος

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source

Greek Monolingual

ἀκρόζυμος, -ον (Α)
(άρτος) που έχει λίγη ζύμη ή που έχει ψηθεί προτού ολοκληρωθεί η ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (ΙΙ) + -ζυμος < ζύμη.