ακτινικός
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
Greek Monolingual
-ή, -ό
ο σχετικός με την ακτίνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακτίνα
η λ. ακτινικός ως επιστημον. όρος αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. radial (π.χ. ο όρος της αστρονομίας ακτινική κίνηση ή ακτινική ταχύτητα αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. radial motion ή radial velocity, αντιστοίχως)].