ακτινογράφηση
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
και αχτινογράφηση, η
ή λήψη ακτινογραφίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακτινογραφώ, πρβλ. αγγλ. radiography].