ακόνδυλος

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόνδυλος, -ον) κόνδυλος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει αρμούς, κλειδώσεις
αρχ.
αγρονθοκόπητος, άδαρτος.