ἀκόνδυλος
From LSJ
English (LSJ)
ἀκόνδυλον, without knuckles:—without blows, Luc.Charid.2.
Spanish (DGE)
-ον sin puñetazos μισθός Luc.Cont.2.
German (Pape)
[Seite 77] ohne Faustschläge, Luc. Char. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans coups de poing.
Étymologie: ἀ, κόνδυλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκόνδῠλος: ирон. не избитый кулаками: ὁ μισθὸς οὐκ ἀ. ἐσόμενος Luc. мзда, которую предстоит получить в виде кулачных ударов.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόνδῠλος: -ον, ἄνευ ἁρμῶν ἢ ῥόζων, ἄνευ γρονθοκοπημάτων ἢ δαρμοῦ, Λουκ. Χάρ. 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκόνδυλος, -ον) κόνδυλος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει αρμούς, κλειδώσεις
αρχ.
αγρονθοκόπητος, άδαρτος.
Greek Monotonic
ἀκόνδῠλος: -ον (κονδύλη), αυτός που δεν έχει αρθρώσεις, που είναι χωρίς ρόζους, χωρίς χτυπήματα, γρονθοκοπήματα, σε Λουκ.
Middle Liddell
κονδύλη
without knuckles:—without blows, Luc.