αλάργεμα

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source

Greek Monolingual

το αλαργεύω
1. απομακρύνση, αποτράβηγμα, ξεμάκρεμα.