αποτράβηγμα

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

το
1. το να αποτραβιέται κανείς από κάτι, η απομάκρυνση
2. η έκταση, το τέντωμα.