αλαργεύω

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

1. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, ξαλαργεύω
2. αραιώνω τις σχέσεις μου με κάποιον, αποτραβιέμαι
3. τοποθετώ κάτι μακριά, απομακρύνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάργα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργεμα, αλαργεμός, αλάργεψη].