ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
1. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, ξαλαργεύω2. αραιώνω τις σχέσεις μου με κάποιον, αποτραβιέμαι3. τοποθετώ κάτι μακριά, απομακρύνω.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάργα.ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργεμα, αλαργεμός, αλάργεψη].