αλάτινος

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἁλάτινος, -ον) ἅλας
αυτός που αποτελείται, που συνίσταται από αλάτι, αλατένιος.