αλαλάξιος

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

ἀλαλάξιος, ο (Α) ἀλαλάζω
1. επίθ. του Άρη, προς τον οποίον αλάλαζαν κατά την έναρξη της μάχης
2. επίθ. του Δία.