-α και –ισσα, -ικο1. ο άνθρωπος που περνά την ημέρα του στους δρόμους, αλάνης, αλήτης2. ανάγωγος, ανήθικος, χυδαίος, μόρτης.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάνι + παραγ. κατάλ. –ιάρης.ΠΑΡ. νεοελλ. αλανιαρίζω, αλανιάρικος].