μόρτης
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ισσα, ουδ. -ικο και -άκι
1. παιδί του δρόμου, αλήτης, αλάνι, μάγκας, χαμίνι
2. (γενικά) άνθρωπος τιποτένιος
3. βωμολόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από συγκοπή του ιταλ. beccamorti «τυμβωρύχος»].