Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
σύρω κάτι ελαφρά, απαλά και αθόρυβα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλαφρο- + σέρνω].