αλευρόκολλα
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
η
1. κόλλα από αλεύρι (βράζεται με ανάλογο νερό)
2. η αζωτούχος ύλη τών δημητριακών, αλλ. γλουτένη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + κόλλα.