αληθιανός

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αληθινός, πραγματικός
2. σαν αληθινός, σαν πραγματικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλήθεια + παραγ. κατάλ. -ιανός].