αληθιανός

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αληθινός, πραγματικός
2. σαν αληθινός, σαν πραγματικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλήθεια + παραγ. κατάλ. -ιανός].