αληθοφοβία

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

η
ο φόβος της αλήθειας, το να φοβάται κανείς να πει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αληθής + φοβία].