αλιγενής

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107

Greek Monolingual

ἁλιγενής, -ὲς (Α)
(κυρίως για την Αφροδίτη) αυτός που γεννήθηκε στη θάλασσα ή αναδύθηκε από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (ἅλς) + -γενὴς (< γένος < γίγνομαι)].