αλλαντοποιός
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
ο (Α ἀλλαντοποιός)
παρασκευαστής αλλαντικών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλᾶς (-ᾶντος) + ποιὸς < ποιῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαντοποιείο, αλλαντοποιία].
ο (Α ἀλλαντοποιός)
παρασκευαστής αλλαντικών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλᾶς (-ᾶντος) + ποιὸς < ποιῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαντοποιείο, αλλαντοποιία].