αλληλεγγύη
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἀλληλεγγύη) ἀλληλέγγυος
αμοιβαία εγγύηση, νομική σχέση δύο ή περισσότερων προσώπων, κατά την οποία καθένα από αυτά ευθύνεται για ολόκληρο το αντικείμενο της ενοχής
νεοελλ.
αλληλοβοήθεια, υλική ή ηθική, ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας ή μιας κοινωνικής ομάδας.