αλληλεξαρτώ

From LSJ

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source

Greek Monolingual

(-άω) και αλληλο-
εξαρτώ, συνδέω δύο πράγματα μεταξύ τους, τά θεωρώ ως αλληλένδετα
συνηθέστερο το παθητικό: «παραγωγή και κατανάλωση αλληλεξαρτώνται».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλληλ(ο)- + εξαρτώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλεξάρτηση].